Ενώ συνεχίζεται η συζήτηση του φορλογικού νομοσχεδίου στη Βουλή και ολοκληρώνεται το βράδυ με την ψήφισή του, η Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής εγείρει θέματα νομιμότητας με πλήθος παρατηρήσεων που έχει καταθέσει στο Σώμα, εστιάζοντας στην απόκλιση από την αρχή της καθολικότητας στις διαφορετικές κλίμακας φορολόγησης ανά κατηγορίας εισοδήματος.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων τίθεται προβληματισμός ως προς το εάν η εφαρμογή διαφορετικής κλίμακας φορολογικών συντελεστών ανά κατηγορία εισοδήματος συνάδει προς τις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, υπό την έννοια ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, υπό προϋποθέσεις, άγουν σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση εισοδημάτων ιδίου ύψους αναλόγως της πηγής από την οποία προέρχονται, καθώς επίσης και σε βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση φορολογουμένων με μικρότερο εισόδημα προερχόμενο από μία πηγή εν σχέσει προς άλλους με μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο προέρχεται από περισσότερες πηγές.
Για τους πολυτέκνους, η υπηρεσία της Βουλής σημειώνει πως το ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων, το οποίο ορίζεται σε 500 ευρώ κατ' έτος για κάθε τέκνο, εφόσον το οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τις 45.000 ευρώ δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό, καθώς ορισμένες πολύτεκνες οικογένειες εξαιρούνται αυτής της ειδικής κρατικής φροντίδος.
Επίσης, στην έκθεση παρατηρείται ότι θα ήταν νομοτεχνικώς ορθότερο να γίνεται η υπαγωγή των κατηγοριών εισοδήματος στις νέες επιμέρους κλίμακες φορολογίας με ρητή αναφορά στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), οι οποίες προσδιορίζουν το καθαρό εισόδημα ανά κατηγορία εισοδήματος. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις ο φόρος εισοδήματος δεν επιβάλλεται πλέον ενιαία στο συνολικό εισόδημα των φυσικών προσώπων, θα ήταν, ενδεχομένως, σκόπιμο να επέλθουν τροποποιήσεις και στο άρθρο 4 του ΚΦΕ.
Για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων και για τη θέσπιση προοδευτικού συντελεστή φορολογίας (26% και 33%) στην έκθεση υπογραμμίζεται πως δημιουργείται προβληματισμός ως προς το εάν η διαφοροποίηση των κανόνων φορολογίας των νομικών προσώπων με αποκλειστικό κριτήριο την κατηγορία των τηρούμενων λογιστικών βιβλίων (η οποία, εν προκειμένω, συναρτάται προς το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους) συνιστά γενικό και αντικειμενικό κριτήριο το οποίο, υπό το πρίσμα της αρχής της φορολογικής ισότητας, καθιστά ανεκτή την εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε νομικά πρόσωπα που λειτουργούν υπό τον ίδιο εταιρικό τύπο, για τον προσδιορισμό των εσόδων και των κερδών τους, όπως επίσης και για τον συντελεστή φορολογίας τόσο των ιδίων όσο και των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτά.
Ακόμη, σημειώνει πως οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν περιλαμβάνουν αφορολόγητο κλιμάκιο εισοδήματος για καμία κατηγορία εισοδήματος, ενώ ειδικώς για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες μέχρι 42.000 ευρώ, αντί της θέσπισης αφορολόγητου ποσού εισοδήματος, προβλέπεται μείωσή του βάσει της προτεινόμενης κλίμακας αναλογούντος φόρου, αντιστρόφως ανάλογη του ύψους του εισοδήματος αυτού.
Όπως τονίζεται η κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος ή η θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου ενδεχομένως δεν είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας.
Κερδος με πληροφορίες από ΔΟΛ