Οποιαδήποτε οριζόντια, γενικευμένη και χωρίς κριτήρια περικοπή του τραπεζικού χρέους του ιδιωτικού τομέα (δηλαδή των τραπεζικών δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά), ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης οδηγεί σε ανακατανομή του εισοδήματος εις βάρος εκείνων που δεν έχουν δανειστεί ή αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους κανονικά, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό, και υπονομεύει τα συναλλακτικά ήθη, επισημαίνεται σε ειδικό ένθετο στην μελέτη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), με θέμα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2011 και 2012.
Στην μελέτη επισημαίνεται ότι τελικά, το βάρος αυτής της πολιτικής θα το επωμιστούν εκ νέου, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, οι συνεπείς έλληνες φορολογούμενοι.
Ταυτόχρονα, μια τέτοια απόφαση θα συνεπαγόταν ισόποσες ζημίες στους ισολογισμούς των τραπεζών και κατά συνέπεια περαιτέρω μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, με ζημία για τους μετόχους τους (ο κυριότερος εκ των οποίων θα είναι πλέον, για τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας). Οι ανωτέρω ζημίες θα έπρεπε να καλυφθούν κυρίως μέσω μιας νέας ανακεφαλαιοποίησής τους με ποσά που θα έπρεπε να αναζητηθούν στους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ, αναφέρει η ΕΕΤ.
Το τελικό κόστος αποπληρωμής των νέων αυτών κεφαλαίων θα έπρεπε να το αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή για μια ακόμα φορά ο συνεπής έλληνας φορολογούμενος με συνεπαγόμενη επιπλέον αύξηση του δημόσιου χρέους.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι μόνο ο μισός ελληνικός πληθυσμός έχει σήμερα δάνεια και το 80% αυτών εξυπηρετούνται εγκαίρως, η χαριστική συμπεριφορά έναντι τμήματος των πιστωτών, χωρίς κριτήρια και διαδικασίες, θα οδηγούσε σε μεγάλη ανακατανομή του εισοδήματος και σημαντικές αδικίες σε βάρος αυτών που δεν έχουν δανειστεί ή/και είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, ενώ στον επιχειρηματικό κλάδο μια τέτοια ενέργεια θα νόθευε τον υγιή ανταγωνισμό.
Η επίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης στα συναλλακτικά ήθη και τη λειτουργία της οικονομίας θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική, καθώς θα οδηγούσε όλο και περισσότερους οφειλέτες σε γενικευμένη πρακτική αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεών τους προς όλους με εξαιρετικά (έως δραματικά) αρνητικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και την απασχόληση Στο ερώτημα εάν στηρίζουν έμπρακτα οι τράπεζες τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όπως στήριξαν μέχρι σήμερα το ελληνικό κράτος, στη μελέτη της ΕΕΤ αναφέρεται ότι στη διάρκεια της τρέχουσας δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, οι τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα έχουν προβεί και προβαίνουν διαρκώς σε εκτενέστατες ρυθμίσεις των κάθε κατηγορίας δανείων και οφειλών προς αυτές, στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών. Σε συνεχή βάση, δημιουργούνται και εφαρμόζονται από το σύνολο των τραπεζών συγκεκριμένα προγράμματα ρύθμισης, που απευθύνονται - ανά τράπεζα - σε όλες ανεξαιρέτως τις κατηγορίες οφειλετών, με ειδική μέριμνα στη διευκόλυνση και ελάφρυνση όσων επλήγησαν ή πλήττονται περισσότερο από την κρίση, όπως των ανέργων, των απολυμένων, των συνταξιούχων και όσων υπέστησαν σοβαρή μείωση των εισοδημάτων τους.
Σύμφωνα με υπεύθυνες εκτιμήσεις ο συνολικός αριθμός ρυθμισμένων δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών) υπερβαίνει τις 800.000, εκ των οποίων τα μισά αφορούν καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Γνώμονα των ρυθμίσεων αυτών αποτελούν, αφενός μεν, η κοινωνικά δικαιολογημένη ανάγκη διευκόλυνσης των δανειοληπτών και αφετέρου η διασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών, οι καταθέσεις των οποίων αποτελούν τη βάση για τη χορήγηση δανείων.
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται στην μελέτη της ΕΕΤ δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι οι τράπεζες στη χώρα μας, όπως και διεθνώς, δανείζουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις όχι από τα ίδια κεφάλαιά τους, τα οποία συμβάλλουν στη φερεγγυότητά τους, αλλά από τα δανειακά τους κεφάλαια, τα οποία προέρχονται κυρίως από τις καταθέσεις της πελατείας τους (ιδιωτών και επιχειρήσεων). Υπό την έννοια αυτή, η μη λελογισμένη μεταχείριση των δανείων θα έθετε σε κίνδυνο τις καταθέσεις από τις οποίες και έχουν χρηματοδοτηθεί τα εν λόγω δάνεια.
Α. Λ.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ
Στην μελέτη επισημαίνεται ότι τελικά, το βάρος αυτής της πολιτικής θα το επωμιστούν εκ νέου, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, οι συνεπείς έλληνες φορολογούμενοι.
Ταυτόχρονα, μια τέτοια απόφαση θα συνεπαγόταν ισόποσες ζημίες στους ισολογισμούς των τραπεζών και κατά συνέπεια περαιτέρω μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, με ζημία για τους μετόχους τους (ο κυριότερος εκ των οποίων θα είναι πλέον, για τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας). Οι ανωτέρω ζημίες θα έπρεπε να καλυφθούν κυρίως μέσω μιας νέας ανακεφαλαιοποίησής τους με ποσά που θα έπρεπε να αναζητηθούν στους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ, αναφέρει η ΕΕΤ.
Το τελικό κόστος αποπληρωμής των νέων αυτών κεφαλαίων θα έπρεπε να το αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή για μια ακόμα φορά ο συνεπής έλληνας φορολογούμενος με συνεπαγόμενη επιπλέον αύξηση του δημόσιου χρέους.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι μόνο ο μισός ελληνικός πληθυσμός έχει σήμερα δάνεια και το 80% αυτών εξυπηρετούνται εγκαίρως, η χαριστική συμπεριφορά έναντι τμήματος των πιστωτών, χωρίς κριτήρια και διαδικασίες, θα οδηγούσε σε μεγάλη ανακατανομή του εισοδήματος και σημαντικές αδικίες σε βάρος αυτών που δεν έχουν δανειστεί ή/και είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, ενώ στον επιχειρηματικό κλάδο μια τέτοια ενέργεια θα νόθευε τον υγιή ανταγωνισμό.
Η επίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης στα συναλλακτικά ήθη και τη λειτουργία της οικονομίας θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική, καθώς θα οδηγούσε όλο και περισσότερους οφειλέτες σε γενικευμένη πρακτική αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεών τους προς όλους με εξαιρετικά (έως δραματικά) αρνητικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και την απασχόληση Στο ερώτημα εάν στηρίζουν έμπρακτα οι τράπεζες τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όπως στήριξαν μέχρι σήμερα το ελληνικό κράτος, στη μελέτη της ΕΕΤ αναφέρεται ότι στη διάρκεια της τρέχουσας δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, οι τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα έχουν προβεί και προβαίνουν διαρκώς σε εκτενέστατες ρυθμίσεις των κάθε κατηγορίας δανείων και οφειλών προς αυτές, στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών. Σε συνεχή βάση, δημιουργούνται και εφαρμόζονται από το σύνολο των τραπεζών συγκεκριμένα προγράμματα ρύθμισης, που απευθύνονται - ανά τράπεζα - σε όλες ανεξαιρέτως τις κατηγορίες οφειλετών, με ειδική μέριμνα στη διευκόλυνση και ελάφρυνση όσων επλήγησαν ή πλήττονται περισσότερο από την κρίση, όπως των ανέργων, των απολυμένων, των συνταξιούχων και όσων υπέστησαν σοβαρή μείωση των εισοδημάτων τους.
Σύμφωνα με υπεύθυνες εκτιμήσεις ο συνολικός αριθμός ρυθμισμένων δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών) υπερβαίνει τις 800.000, εκ των οποίων τα μισά αφορούν καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Γνώμονα των ρυθμίσεων αυτών αποτελούν, αφενός μεν, η κοινωνικά δικαιολογημένη ανάγκη διευκόλυνσης των δανειοληπτών και αφετέρου η διασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών, οι καταθέσεις των οποίων αποτελούν τη βάση για τη χορήγηση δανείων.
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται στην μελέτη της ΕΕΤ δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι οι τράπεζες στη χώρα μας, όπως και διεθνώς, δανείζουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις όχι από τα ίδια κεφάλαιά τους, τα οποία συμβάλλουν στη φερεγγυότητά τους, αλλά από τα δανειακά τους κεφάλαια, τα οποία προέρχονται κυρίως από τις καταθέσεις της πελατείας τους (ιδιωτών και επιχειρήσεων). Υπό την έννοια αυτή, η μη λελογισμένη μεταχείριση των δανείων θα έθετε σε κίνδυνο τις καταθέσεις από τις οποίες και έχουν χρηματοδοτηθεί τα εν λόγω δάνεια.
Α. Λ.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ