Η εγχώρια παραγωγή αλλαντικών και κονσερβών κρέατος εμφάνισε σωρευτική μείωση της τάξεως του 5,5% την τελευταία διετία, όπως προκύπτει από κλαδική μελέτη υπό τον τίτλο "Αλλαντικά - Κρεατοσκευάσματα" της Icap Group. Από το σύνολο των εταιρειών του κλάδου οι οκτώ μεγαλύτερες βιομηχανίες αλλαντικών ελέγχουν τα 3/4 της εγχώριας παραγωγής.
Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αλλαντικών αυξήθηκε την πενταετία 2005-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου μόλις 0,76%. Το 2010 η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση υποχώρησε κατά 3,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 2011 σημειώθηκε και νέα μείωση (-3,3%). Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς κρεατοσκευασμάτων παρουσίασε επίσης ανοδική πορεία το χρονικό διάστημα 2005-2010. Ωστόσο, το 2011 η αγορά των κρεατοσκευασμάτων υποχώρησε κατά 3% περίπου.
Στην αγορά αλλαντικών και κονσερβών κρέατος η εισαγωγική διείσδυση ήταν της τάξεως του 20% την τελευταία διετία.
Ο κλάδος των αλλαντικών και κρεατοσκευασμάτων περιλαμβάνει λίγες μεγάλου μεγέθους βιομηχανίες και ένα μεγάλο αριθμό μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται κυρίως τοπικά. Ο βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο είναι σχετικά υψηλός, καθώς οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο του 55%.
Οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν εδραιωμένα εμπορικά σήματα προϊόντων, ενώ παράλληλα διατηρούν εκτεταμένα δίκτυα διανομής που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της χώρας. Αντίθετα, οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις προμηθεύουν κυρίως την τοπική αγορά όπου εδρεύουν ή τις αγορές των γειτονικών νομών. Η διάθεση των αλλαντικών καλύπτεται σε ένα ποσοστό της τάξεως του 60% μέσω σούπερ μάρκετ, σε ένα ποσοστό της τάξεως του 20% μέσω επιχειρήσεων κέτερινγκ (catering), το δε υπόλοιπο μοιράζεται σε όλα τα υπόλοιπα δίκτυα διανομής.
Αναφορικά με τη διάρθρωση της εγχώριας αγοράς αλλαντικών και κονσερβών κρέατος, σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς καλύπτεται από την κατηγορία "Πάριζα – Μορταδέλα" (29% περίπου), ακολουθούν στην δεύτερη θέση οι κατηγορίες "Ζαμπόν (χοιρομέρι και ωμοπλάτες)" και "Αλλαντικά πουλερικών". Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς κρεατοσκευασμάτων εξακολουθεί να καλύπτεται από παρασκευάσματα χοιρινού και μοσχαρίσιου κρέατος και κυρίως από προϊόντα όπως σουβλάκι, γύρος και μπιφτέκι.
Η διαθεσιμότητα και η ποιότητα της βασικής πρώτης ύλης (κρέας) επηρεάζει άμεσα τον κλάδο. Ο κύριος όγκος του κρέατος είναι εισαγόμενος, ενώ ορισμένες από τις μεγαλύτερες μονάδες έχουν προβεί σε στρατηγική κάθετης ολοκλήρωσης, διατηρώντας οι ίδιες κτηνοτροφικές μονάδες, με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο της πρώτης ύλης και την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας.
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 29 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2009 και 2010. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού σημείωσε αύξηση 6,9% το 2010/2009. Οι πωλήσεις των 29 επιχειρήσεων εμφάνισαν μικρή μείωση (-1,2%) ενώ λιγότερα κατά 1,5% ήταν και τα αντίστοιχα μικτά κέρδη.
Ωστόσο, το κέρδος προ φόρου εισοδήματος μειώθηκε απότομα κατά 29,4%, ενώ και τα κέρδη EBITDA υποχώρησαν κατά 5,7%. Από τις 29 επιχειρήσεις του δείγματος, οι 22 ήταν κερδοφόρες το 2010.
Μ.Τσ.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ
Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αλλαντικών αυξήθηκε την πενταετία 2005-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου μόλις 0,76%. Το 2010 η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση υποχώρησε κατά 3,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 2011 σημειώθηκε και νέα μείωση (-3,3%). Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς κρεατοσκευασμάτων παρουσίασε επίσης ανοδική πορεία το χρονικό διάστημα 2005-2010. Ωστόσο, το 2011 η αγορά των κρεατοσκευασμάτων υποχώρησε κατά 3% περίπου.
Στην αγορά αλλαντικών και κονσερβών κρέατος η εισαγωγική διείσδυση ήταν της τάξεως του 20% την τελευταία διετία.
Ο κλάδος των αλλαντικών και κρεατοσκευασμάτων περιλαμβάνει λίγες μεγάλου μεγέθους βιομηχανίες και ένα μεγάλο αριθμό μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται κυρίως τοπικά. Ο βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο είναι σχετικά υψηλός, καθώς οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο του 55%.
Οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν εδραιωμένα εμπορικά σήματα προϊόντων, ενώ παράλληλα διατηρούν εκτεταμένα δίκτυα διανομής που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της χώρας. Αντίθετα, οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις προμηθεύουν κυρίως την τοπική αγορά όπου εδρεύουν ή τις αγορές των γειτονικών νομών. Η διάθεση των αλλαντικών καλύπτεται σε ένα ποσοστό της τάξεως του 60% μέσω σούπερ μάρκετ, σε ένα ποσοστό της τάξεως του 20% μέσω επιχειρήσεων κέτερινγκ (catering), το δε υπόλοιπο μοιράζεται σε όλα τα υπόλοιπα δίκτυα διανομής.
Αναφορικά με τη διάρθρωση της εγχώριας αγοράς αλλαντικών και κονσερβών κρέατος, σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς καλύπτεται από την κατηγορία "Πάριζα – Μορταδέλα" (29% περίπου), ακολουθούν στην δεύτερη θέση οι κατηγορίες "Ζαμπόν (χοιρομέρι και ωμοπλάτες)" και "Αλλαντικά πουλερικών". Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς κρεατοσκευασμάτων εξακολουθεί να καλύπτεται από παρασκευάσματα χοιρινού και μοσχαρίσιου κρέατος και κυρίως από προϊόντα όπως σουβλάκι, γύρος και μπιφτέκι.
Η διαθεσιμότητα και η ποιότητα της βασικής πρώτης ύλης (κρέας) επηρεάζει άμεσα τον κλάδο. Ο κύριος όγκος του κρέατος είναι εισαγόμενος, ενώ ορισμένες από τις μεγαλύτερες μονάδες έχουν προβεί σε στρατηγική κάθετης ολοκλήρωσης, διατηρώντας οι ίδιες κτηνοτροφικές μονάδες, με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο της πρώτης ύλης και την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας.
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 29 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2009 και 2010. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού σημείωσε αύξηση 6,9% το 2010/2009. Οι πωλήσεις των 29 επιχειρήσεων εμφάνισαν μικρή μείωση (-1,2%) ενώ λιγότερα κατά 1,5% ήταν και τα αντίστοιχα μικτά κέρδη.
Ωστόσο, το κέρδος προ φόρου εισοδήματος μειώθηκε απότομα κατά 29,4%, ενώ και τα κέρδη EBITDA υποχώρησαν κατά 5,7%. Από τις 29 επιχειρήσεις του δείγματος, οι 22 ήταν κερδοφόρες το 2010.
Μ.Τσ.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ