Στις 16 Απριλίου πρόκειται να διεξαχθεί στην Τουρκία το δημοψήφισμα με αντικείμενο την αναθεώρηση ή μη του Συντάγματος. Η παρούσα κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τη χώρα καθώς υπάρχουν πολλαπλά ανοικτά μέτωπα με εμφανή πλέον τη διάθεση του Προέδρου Ερντογάν να επενδύσει σε διεθνείς διαμάχες έτσι ώστε να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση στο εσωτερικό.
Αναπόφευκτα, ζητήματα οικονομίας έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως από το καλοκαίρι έως σήμερα, από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, δηλαδή, και έπειτα, η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί πάνω από 30%. Ως αντίμετρο, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχει προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κάτι που έχει ωθήσει το κόστος δανεισμού στο ανώτερο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας δημιουργώντας προβλήματα ρευστότητας στις τουρκικές επιχειρήσεις.
Για τους πολίτες μία χώρας με νωπές τις μνήμες από τις αλλεπάλληλες νομισματικές υποτιμήσεις, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, δεν μπορεί παρά το θέμα αυτό να αποτελεί προτεραιότητα και βασικό δείκτη οικονομικής ευημερίας. Επιπλέον, το εμπορικό έλλειμμα της Τουρκίας είναι ιδιαίτερα υψηλό – το υψηλότερο ποσοστιαία ανάμεσα στις πενήντα κορυφαίες οικονομίες παγκοσμίως.
Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων αποτελεί ένα εκρηκτικό μίγμα με διόλου ευκαταφρόνητες οικονομικές συνέπειες καθώς τόσο οι εισαγωγές που πραγματοποιεί η χώρα όσο και οι δανειακές της υποχρεώσεις διεθνώς, αποτιμώνται σε δολάρια. Το γεγονός αυτό, καθιστά τις υποχρεώσεις κράτους και επιχειρήσεων έρμαιο της ισοτιμίας TRY/USD. Σε μία περίοδο που το δολάριο ενισχύεται και η τουρκική λίρα φθίνει, η κατάσταση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε περεταίρω κλιμάκωση των δυσκολιών που ήδη αντιμετωπίζουν όσον αφορά την εξυπηρέτηση των διεθνών υποχρεώσεων τους, τόσο το τουρκικό κράτος όσο και οι τουρκικές επιχειρήσεις.
Σε μία πιο ακραία έκφανση του φαινομένου, μπορεί να προκύψει ακόμη και μία κρίση χρέους. Άλλωστε, ήδη οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και Moody’s έχουν υποβιβάσει την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας στην κατηγορία ‘σκουπίδια’, ενώ το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών της χώρας προειδοποίησε πως το έλλειμμα γα το 2017 είναι πολύ πιθανό να ξεπεράσει τον κυβερνητικό στόχο του 1,7%.
Οι όποιες εξελίξεις τοποθετούνται χρονικά μετά το δημοψήφισμα. Οι υποστηρικτές του Ερντογάν θεωρούν πως η επικράτηση της άποψης του στο δημοψήφισμα θα σημάνει σταθεροποίηση της οικονομίας, ενώ ενδεχόμενη ήττα του θα βυθίσει τη χώρα σε αβεβαιότητα. Οι υποστηρικτές του ΟΧΙ, αντίθετα, εγείρουν ζητήματα δημοκρατίας και τονίζουν πως πιθανή επικράτηση του ΝΑΙ θα εντείνει τις διώξεις των αντιφρονούντων.
Το βέβαιο είναι πως, παρόλο που έχει κάθε λόγο να μην το προβάλει, ο Ερντογάν έχει εναλλακτικό πλάνο για την περίπτωση επικράτησης του ΟΧΙ. Σε μία χώρα όπως η Τουρκία, το διακύβευμα ενός τόσο σπουδαίου πολιτικού γεγονότος μπορεί να αποδειχθεί ζήτημα ζωής και θανάτου για τους κρατούντες (όχι μόνο πολιτικού, όπως έχουμε συνηθίσει στην Ευρώπη – ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος το μετέτρεψε με τις πρακτικές του σε τέτοιο για τους αντιπολιτευόμενους, άρα θα ήταν μάλλον αφελής η μη αντιμετώπιση του ως τέτοιου για τον ίδιο). Οπότε, η ύπαρξη εναλλακτικού σχεδίου είναι απολύτως απαραίτητη.
Για την τουρκική οικονομία και το τουρκικό νόμισμα, το δημοψήφισμα ενδέχεται να αποβεί σε ένα loose-loose game με την εξής έννοια: πιθανή νίκη του Ερντογάν θα οδηγήσει τη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια και ένταση μεταξύ Κυβέρνησης και αντιφρονούντων όντας, παράλληλα, ήδη σε ανοικτή διαμάχη με διεθνείς δυνάμεις, ενώ πιθανή ήττα, σε συνδυασμό με την απρόβλεπτη αντίδρασή του, θα βυθίσει τη χώρα σε μία περίοδο έντονης αβεβαιότητας και απρόσμενων δεδομένων στην πολιτική και οικονομική ζωή. Η όλη κατάσταση προμηνύει πως η τουρκική λίρα να υποστεί αρκετούς κλυδωνισμούς μέχρι κάποια στιγμή να αρχίσει να σταθεροποιείται το οικονομικό περιβάλλον στη χώρα μετά και την ολοκλήρωση του δημοψηφίσματος και ανάλογα, φυσικά, με το αποτέλεσμα.
Αντώνης Ηλίας, Financial Markets’ Analyst
Αρχικό άρθρο