Είναι γνωστό ότι η έλλειψη ύπνου όχι μόνο μας κουράζει, αλλά μπορεί επίσης να έχει αρνητικές σωματικές επιπτώσεις στο σώμα μας.
Όμως μια νέα μελέτη αποκάλυψε ότι αυτές οι άυπνες νύχτες έχουν ακόμη πιο ζοφερό αποτέλεσμα στην ψυχική υγεία μας. Μπορούν να αποδυναμώσουν τη χαρά μας και να αυξήσουν τον κίνδυνο άγχους.
Σε μια ανάλυση δεδομένων που συγκεντρώθηκαν από έρευνες 50 ετών σχετικά με τη στέρηση ύπνου και τη διάθεση, οι ερευνητές θέλησαν να διαπιστώσουν τον ψυχολογικό αντίκτυπο του φαινομένου που ονόμασαν «η στερημένη από ύπνο κοινωνία μας».
Δημοσιεύοντας τα ευρήματα στο περιοδικό Psychological Bulletin, ανέλυσαν δεδομένα από 154 μελέτες που εκτείνονται σε πέντε δεκαετίες.
Σε όλες τις μελέτες, υπήρχαν περισσότεροι από 5.000 συμμετέχοντες των οποίων ο ύπνος είχε διαταραχθεί για μία ή περισσότερες νύχτες. Κάποιοι παρέμειναν ξύπνιοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ σε άλλους δόθηκε μικρότερη ποσότητα ύπνου από την κανονική.
Μια άλλη ομάδα συμμετεχόντων ξυπνούσε περιοδικά καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Στη συνέχεια, οι μελέτες μέτρησαν τουλάχιστον μία μεταβλητή συναισθήματος μετά τον διαταραγμένο ύπνο, με τους συμμετέχοντες να αυτοαναφέρουν τη διάθεσή τους και να ανταποκρίνονται σε συναισθηματικά ερεθίσματα, καθώς και να μετρούνται για συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους.
Τρεις τύποι διαταραχής του ύπνου
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι και οι τρεις τύποι διαταραχής του ύπνου οδήγησαν σε λιγότερα θετικά συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένης της χαράς, της ευτυχίας και της ικανοποίησης. Επίσης, αύξησαν τα συμπτώματα του άγχους, όπως είναι ο γρήγορος καρδιακός ρυθμός και τα αυξημένα επίπεδα ανησυχίας.
Υπήρχαν κάποια ευρήματα για τα συμπτώματα της κατάθλιψης, αλλά αυτά ήταν μικρότερα και λιγότερο συνεπή. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν για την αύξηση των αρνητικών συναισθημάτων, όπως η θλίψη, η ανησυχία και το άγχος.
«Στην κοινωνία μας που στερείται σε μεγάλο βαθμό ύπνου, η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της απώλειας ύπνου στα συναισθήματα είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση της ψυχολογικής υγείας», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης δρ Κάρα Πάλμερ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Μοντάνα.
«Η μελέτη αυτή αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη σύνθεση της πειραματικής έρευνας για τον ύπνο και το συναίσθημα μέχρι σήμερα και παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι περίοδοι παρατεταμένης εγρήγορσης, η μειωμένη διάρκεια του ύπνου και οι νυχτερινές αφυπνίσεις επηρεάζουν αρνητικά την ανθρώπινη συναισθηματική λειτουργία».
Η δρ. Πάλμερ πρόσθεσε ότι οι αρνητικές επιδράσεις σημειώθηκαν «ακόμη και μετά από σύντομες περιόδους απώλειας ύπνου», συμπεριλαμβανομένης της παραμονής στο κρεβάτι μία ή δύο ώρες αργότερα από το κανονικό.
«Διαπιστώσαμε επίσης ότι η απώλεια ύπνου αύξησε τα συμπτώματα άγχους και αμβλύνθηκε η διέγερση σε απόκριση σε συναισθηματικά ερεθίσματα», είπε.
«Η στερημένη από ύπνο κοινωνία μας»
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι ένας περιορισμός της μελέτης ήταν πως η πλειονότητα των συμμετεχόντων ήταν νέοι ενήλικες με μέσο όρο ηλικίας τα 23 έτη.
Ένα πιο διαφοροποιημένο ηλικιακό δείγμα σε μελλοντικές έρευνες θα μπορούσε να προσφέρει καλύτερη κατανόηση της επίδρασης της στέρησης ύπνου στο συναίσθημα.
Θα ήθελαν επίσης να εξετάσουν τις επιπτώσεις της απώλειας ύπνου σε διαφορετικούς πολιτισμούς, καθώς οι περισσότερες έρευνες της παρούσας μελέτης διεξήχθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
«Οι έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι πάνω από το 30% των ενηλίκων και έως και το 90% των εφήβων δεν κοιμούνται αρκετά», σημειώνει η δρ. Πάλμερ.
«Οι συνέπειες αυτής της έρευνας για την ατομική και δημόσια υγεία είναι σημαντικές σε μια κοινωνία που στερείται σε μεγάλο βαθμό ύπνου. Οι βιομηχανίες και οι τομείς που απασχολούν τους επιρρεπείς στην απώλεια ύπνου, όπως οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, οι πιλότοι και οι οδηγοί φορτηγών, θα πρέπει να αναπτύξουν και να υιοθετήσουν πολιτικές που δίνουν προτεραιότητα στον ύπνο για να μετριάσουν τους κινδύνους για τη λειτουργία και την ευημερία κατά τη διάρκεια της ημέρας».