Η Volkswagen AG βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο επίκεντρο λόγω της ανακοίνωσής της να κλείσει αρκετά εργοστάσια στη Γερμανία και να τερματίσει μακροχρόνιες συμφωνίες εργασίας με τα συνδικάτα. Αυτή η κίνηση έχει στρέψει την προσοχή στην ιδιαίτερη δομή διακυβέρνησης και ιδιοκτησίας της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία αποτελεί σημείο διαμάχης μεταξύ των επενδυτών για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η πολύπλοκη ιδιοκτησιακή δομή της εταιρείας περιλαμβάνει δύο τύπους μετοχών: προνομιούχες μετοχές εισηγμένες στο δείκτη DAX και κοινές μετοχές με δικαιώματα ψήφου. Το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών, συμπεριλαμβανομένων και των δύο τύπων, κατέχεται από την Porsche Automobil Holding SE, τον επενδυτικό βραχίονα των οικογενειών Porsche και Piech, με μερίδιο 31,9% στον κορυφαίο κατασκευαστή αυτοκινήτων της Ευρώπης. Το κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας κατέχει το 11,8%, ενώ το Κατάρ έχει μερίδιο 10%. Ωστόσο, όσον αφορά τα δικαιώματα ψήφου, η Porsche Automobil Holding SE έχει ένα κυρίαρχο μερίδιο ψήφων 53,3%, με την Κάτω Σαξονία και το Κατάρ να κατέχουν το 20% και 17% των ψήφων αντίστοιχα.
Αυτή η δομή ιδιοκτησίας συνδέεται με τον λεγόμενο Νόμο της Volkswagen, ο οποίος χρονολογείται από το 1960 όταν η Volkswagen μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία. Ο νόμος σχεδιάστηκε για να προστατεύσει την εταιρεία από εξωτερικές επιρροές, παρέχοντας σημαντική εξουσία στην Κάτω Σαξονία και στο εργατικό δυναμικό. Βασικές διατάξεις του νόμου περιλαμβάνουν την απαίτηση οι αποφάσεις που συνήθως χρειάζονται πλειοψηφία τριών τετάρτων στην ετήσια γενική συνέλευση να εγκρίνονται από πάνω από τα τέσσερα πέμπτα των μετόχων της Volkswagen, δίνοντας έτσι στην Κάτω Σαξονία δικαίωμα αρνησικυρίας. Επιπλέον, οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την ίδρυση ή μετεγκατάσταση ενός εργοστασίου παραγωγής πρέπει να λάβει έγκριση από πλειοψηφία δύο τρίτων στο εποπτικό συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από 20 μέλη, συμπεριλαμβανομένων 10 που εκπροσωπούν τους Γερμανούς εργαζόμενους. Αυτή η διάταξη επιτρέπει στους εκπροσώπους των εργαζομένων να ασκούν βέτο σε σχέδια που επηρεάζουν σημαντικά τα εργοστάσια.
Η διακυβέρνηση της Volkswagen έχει επικριθεί επειδή επιτρέπει στην Porsche Automobil Holding SE να διατηρεί τον ουσιαστικό έλεγχο παρά το γεγονός ότι δεν κατέχει την πλειοψηφία του συνόλου των μετοχών. Επιπλέον, ο διευθύνων σύμβουλος Oliver Blume, ο οποίος ηγείται επίσης της Porsche AG (ETR:P911_p), αντιμετωπίζει κριτική από ορισμένους επενδυτές που υποστηρίζουν ότι ένα άτομο δεν θα πρέπει να ηγείται δύο μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών. Αυτή η κατάσταση διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα σχετικά με τη διαδοχή εντός των οικογενειών Porsche και Piech, έχει οδηγήσει σε υποαπόδοση των μετοχών της Volkswagen στον τομέα τα τελευταία πέντε χρόνια.
Η εργασιακή σύγκρουση στη Volkswagen, που προκύπτει από τα σχεδιαζόμενα κλεισίματα εργοστασίων, υπογραμμίζει τις πολυπλοκότητες και τις προκλήσεις που ενυπάρχουν στο μοναδικό σύστημα διακυβέρνησης της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Το Reuters συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.
Aυτό το άρθρο μεταφράστηκε με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. Για περισσότερες πληροφορίες, δείτε τους Όρους Χρήσης