"Ο ρυθμός μεταβολής του πληθωρισμού μπορεί να υποχωρεί πλέον, οι τιμές ωστόσο παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα". Αυτό υπογραμμίζει η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), σε ανακοίνωσή της με την οποία ενημερώνει πως διεξάγει έρευνα για το θέμα και υπογραμμίζει με έμφαση ότι "όσο περιορισμένα και αν είναι σήμερα τα περιθώρια μείωσης των τιμών -στα 100 ευρώ πώλησης τα 57 ευρώ αφορούν σε φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις- οι έμποροι οφείλουμε να τα εξαντλήσουμε".
Αξιοσημείωτο παραμένει το γεγονός, κατά την ΕΣΕΕ, ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ακόμη και εκεί που παρατηρείται πτώση των τιμών, αυτή δεν είναι του μεγέθους που αναμενόταν με βάση τη διάρκεια και την ένταση της ύφεσης.
Η ΕΣΕΕ υπογραμμίζει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι οι οποίοι παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο τιμών όπως εκείνος των τροφίμων, σε αντίθεση με πολλούς άλλους κλάδους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΕΣΕΕ, ο μέσος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για την κατηγορία «Ένδυση– Υπόδηση» κατά τη διάρκεια της τριετίας 2009- 2011 εμφάνισε αρχικά άνοδο και διαμορφώθηκε στις 101,68 μονάδες το 2010, αυξημένος κατά 1,68% και στις 101,13 μονάδες το 2011, αυξημένος κατά 1,13% σε σχέση πάντα με το 2009, με τον ρυθμό αύξησης όμως να μειώνεται σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Για το τρέχον έτος και με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία (α΄ εννεάμηνο 2012) παρατηρείται η συνέχιση της πτωτικής πορείας του δείκτη -που ξεκίνησε από το 2010- και η διαμόρφωσή του στις 98,97 μονάδες, μειούμενος κατά 2,71%, γεγονός που σημαίνει πως οι καταναλωτές χρειάζονται πλέον λιγότερα ευρώ για να αγοράζουν τα ίδια προϊόντα ένδυσης και υπόδησης συγκριτικά με το 2010.
Πάντως οι έμποροι ζητούν να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και στη μεθοδολογία που έχει υιοθετήσει η ΕΛΣΤΑΤ. Όπως εξηγεί η ΕΣΕΕ, στην έρευνα καταγράφεται αποκλειστικά η επίσημη τιμή του προϊόντος και όχι αυτή που τελικά θα πληρώσει ο καταναλωτής όταν φτάσει στο ταμείο μετά από διαπραγμάτευση ή προσφορά του καταστήματος. Το γεγονός αυτό στην ουσία περιορίζει συχνά την επιλογή της δειγματοληψίας σε επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους με ετήσιο κύκλο εργασιών τους, ο οποίος υπερβαίνει το καθορισμένο όριο, όπως ακριβώς πραγματοποιείται η δειγματοληψία στην περίπτωση του Δείκτη Κύκλου Εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο.
Η ΕΣΕΕ υποστηρίζει ότι αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα η επιλογή του δείγματος των εταιρειών. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Αρχής, οι μεγάλες επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 200.000 ευρώ συμβάλλουν στον σχηματισμό περίπου του 65% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, ωστόσο δεν πρέπει να αποκλείονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του υποκλάδου Ένδυσης και Υπόδησης με ετήσιο τζίρο μικρότερο των 200.000 ευρώ. "Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου κριτηρίου στην ουσία εξαιρεί τις μικρές επιχειρήσεις, δεν ενσωματώνει ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών (περίπου 35%) και αγνοεί εκείνο το κομμάτι των καταναλωτών που προφανώς δεν έχει τη δυνατότητα, είτε λόγω χρημάτων είτε λόγω απόστασης, να έχει πρόσβαση στις επιλεχθείσες από την ΕΛΣΤΑΤ μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις".
Επιπλέον, η ΕΣΕΕ αναφέρει πως στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το γεγονός ότι το «καλάθι της νοικοκυράς» υπολογίζεται με βάση ένα αμετάβλητο, για αρκετό χρονικό διάστημα, καλάθι αγαθών και έτσι δεν ενσωματώνει πληροφορίες για τη μεταβολή της σύνθεσης της κατανάλωσης. Όμως, η οικονομική ύφεση οδήγησε σε σημαντικές μεταβολές τόσο στο μέγεθος όσο και στη σύνθεση της κατανάλωσης των ελληνικών νοικοκυριών οι οποίες, παρά την αναθεώρηση του δείκτη, δεν είναι δυνατό να αποτυπωθούν.
Ειδικότερα, παρατηρείται αύξηση του ενδιαφέροντος των νοικοκυριών για προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία προσφέρονται σε ελκυστικές τιμές, αλλά και γενικότερα στροφή των καταναλωτών σε καταστήματα που διαθέτουν χαμηλής ποιότητας εμπορεύματα. Μεγάλη μερίδα του καταναλωτικού κοινού, έχοντας πληγεί από τη χρηματοοικονομική κρίση που άρχισε να γίνεται αισθητή στην Ελλάδα από το 2010 και μετά, επικεντρώνεται σε οικονομικότερες λύσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αδιαφορώντας πολλές φορές για την ποιότητα των προϊόντων που αγοράζει. Αυτό το τμήμα των καταναλωτών, που αυξάνεται όσο βαθαίνει η κρίση, σηματοδοτεί στην ουσία την αλλαγή του «καλαθιού της νοικοκυράς», την οποία ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αδυνατεί να ενσωματώσει εγκαίρως.
Με αφορμή τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις, η ΕΣΕΕ έχει σκοπό να διερευνήσει τους όρους προσαρμογής των μικρών επιχειρήσεων στη μειωμένη καταναλωτική ζήτηση σε συγκεκριμένους κλάδους του εμπορίου. Το ΙΝΕΜΥ διενεργεί ήδη έρευνα, η οποία περιλαμβάνει δειγματοληπτική τιμοληψία από το σύνολο των μικρών, μεσαίων και μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων της ένδυσης και υπόδησης, εξετάζοντας παράλληλα τους επιβαρυντικούς παράγοντες στη διατήρηση υψηλών επιπέδων τιμών, παρά την κρίση.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ