Ζημιές καταγράφηκαν το 2011, για πρώτη χρονιά, στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσια έκδοσης «Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ 2012».
Η εξέλιξη του κύκλου εργασιών των 68 αλυσίδων, που αποτελούν το δείγμα της έκδοσης Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ 2012 (και αντιπροσωπεύουν το σύνολο σχεδόν των αλυσίδων επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ που δημοσιεύουν ισολογισμό) ήταν από τις ενθαρρυντικές εξελίξεις το 2011 και οδήγησε σε συνολική αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 0,98%, φτάνοντας τα 9,89 δισ. ευρώ. Αν σε αυτό το ποσό αθροισθεί και ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων, που δεν δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις (όπως η Lidl), τότε προκύπτει ένα σύνολο κύκλου εργασιών της αγοράς των σούπερ μάρκετ περίπου στα 11,5 - 12 δισ. ευρώ. Η μικρή έστω αύξηση, όμως, του 2011, σε αντίθεση με τις προηγούμενες χρονιές δεν οφείλεται σε ανάπτυξη των πωλήσεων λόγω της ζήτησης (καθώς η καταναλωτική ζήτηση βαίνει μειούμενη με ρυθμούς της τάξης του 10%) αλλά σε ανάπτυξη των δικτύων και βελτίωση του μεριδίου του κλάδου των σούπερ μάρκετ πρώτον σε σχέση με τις επιχειρήσεις που αποχώρησαν από την αγορά (Ατλάντικ, Aldi κλπ) και, δεύτερον, σε σχέση με τα μικρά και παραδοσιακά σημεία πώλησης, τα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο ικανοποιητικά στις ανάγκες του καταναλωτή για χαμηλότερες τιμές. Συνολικά, χωρίς να μπορούν να εξαχθούν απόλυτα συμπεράσματα, εκτιμάται, σύμφωνα και με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ότι οι πωλήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου τροφίμων και ποτών, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών που αναφέρονται παραπάνω, παρουσίασαν κάμψη περίπου 8% σε σχέση με το 2010. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα και αρκετών παραγόντων, που δεν αφορούν τη σύνθεση της αγοράς και τη λειτουργία της. Αναμφίβολα, τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, η οικονομική ύφεση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το μειωμένο εισόδημα, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και η στροφή προς φθηνότερα προϊόντα, η αναζήτηση προσφορών, η αυξανόμενη διείσδυση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, η τάση των Ελλήνων καταναλωτών να προμηθεύονται προϊόντα από περισσότερα από ένα σημεία πώλησης και αρκετοί άλλοι. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί οι επιπτώσεις της κρίσης στον κλάδο να είναι πλέον εμφανείς, ιδιαίτερα στην κερδοφορία, αλλά, παρόλα αυτά, τα σούπερ μάρκετ παραμένουν το κανάλι του λιανεμπορίου με τις μικρότερες επιπτώσεις και ένας από τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας με την καλύτερη διατήρηση της θέσης του, ειδικά ως προς τις πωλήσεις.
Κέρδη και ζημιές Πρωταγωνιστής σε αυτή την αντίσταση της αγοράς στις επιπτώσεις της ύφεσης παραμένει η 'Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος, η επιχείρηση με τα μεγαλύτερα κέρδη στον κλάδο (55,7 εκατ. ευρώ, ενοποιημένος ισολογισμός) και τον δεύτερο μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (πάνω από 1,6 δισ. ευρώ, ενισχυμένος κατά 3,22% σε σχέση με το 2010, ενοποιημένος ισολογισμός). Σε εταιρικό επίπεδο, ο κύκλος εργασιών της αλυσίδας ήταν 1,54 δισ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη 41 εκατ. ευρώ.
Εξαιρετική ήταν η χρονιά και για τη Μασούτης, η οποία, με εντυπωσιακή άνοδο των πωλήσεων κατά 10,64% (τη μεγαλύτερη στον κλάδο), καταλαμβάνει το 2011 την 5η θέση στον κλάδο με κύκλο εργασιών 702,2 εκατ. ευρώ και κέρδη 16,6 εκατ. ευρώ.
Ιδιαίτερα θετική ήταν η κερδοφορία για άλλες τρεις από τις 10 μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου. Πρόκειται για τη Σκλαβενίτης (1,53% καθαρή κερδοφορία), τη Μετρό (2,34% καθαρή κερδοφορία) και την Πέντε (2,44% καθαρή κερδοφορία).
Συνολικά, όμως, ο κλάδος των σούπερ μάρκετ, όπως καταγράφεται μέσα από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς των 68 εταιρειών του δείγματος, παρουσιάζει ζημιές 181,4 εκατ. ευρώ (έναντι κερδών 28,4 εκατ. ευρώ το 2010). Αυτό το γεγονός είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των σημαντικών ανακατατάξεων της ηγέτιδας εταιρείας του κλάδου, της Καρφούρ Μαρινόπουλος (πλέον όμιλος Μαρινόπουλος). Η Καρφούρ Μαρινόπουλος εμφάνισε ζημιές 235,7 εκατ. ευρώ και η πρόσφατα εξαγορασθείσα θυγατρική της Dia Hellas εμφάνισε απώλειες 59,1 εκατ. ευρώ. Συνολικά, βέβαια, ο τζίρος για τον όμιλο διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα (2,3-2,4 δισ. ευρώ), δίνοντάς του άνετα την πρώτη θέση στον κλάδο. Σε συνέχεια αυτής της εξέλιξης, ο όμιλος Carrefour Mαρινόπουλος, πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επιχειρηματική κίνηση των τελευταίων ετών στον κλάδο, στοχεύοντας στη διασφάλιση μακροπρόθεσμα της πορείας της εταιρείας.
Νέα δεδομένα για τη ρευστότητα και την κερδοφορία Παράλληλα, ο κλάδος είχε να αντιμετωπίσει το 2011 τη μείωση της ρευστότητας στην ελληνική αγορά και οικονομία. Οι ελληνικές τράπεζες είναι δεδομένο ότι το 2011 μείωσαν σημαντικά τη χρηματοδότηση της αγοράς, οδηγώντας τις επιχειρήσεις (αλλά και τους καταναλωτές) σε αντίστοιχες ενέργειες. Τα στοιχεία που ακολουθούν δείχνουν μία προσαρμογή του κλάδου στην έλλειψη ρευστότητας και άμεσης κερδοφορίας στην αγορά, με μία προσπάθεια για μείωση των εξόδων, του χρηματοοικονομικού κόστους και του κόστους δανεισμού, καθώς και με μεταφορά υποχρεώσεων και απαιτήσεων στο μέλλον.
Η γενική ρευστότητα αυξήθηκε από 57,14% σε 61,74% και η άμεση ρευστότητα από 26,81% σε 31,32%. Οι αυξήσεις αυτές είναι αποτέλεσμα του ότι οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις μειώθηκαν κατά 5,71%, ενώ την ίδια στιγμή οι απαιτήσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν σημαντικά (+13,06%), όπως και τα διαθέσιμα (+4,99%).
Είναι η πρώτη χρονιά, που τα συνολικά αποτελέσματα του κλάδου είναι αρνητικά, με τον δείκτη καθαρής κερδοφορίας να διαμορφώνεται στο -1,83% με το λειτουργικό περιθώριο κέρδους να διαμορφώνεται στο οριακό +0,04 και τον δείκτη EBITDA να είναι ο μόνος δείκτης κερδοφορίας σε επαρκή επίπεδα, +2,01%.
Σε κάθε περίπτωση, συνολικά ο κλάδος αντιμετωπίζει δυσκολίες. Ένας σημαντικός αριθμός εταιρειών, κυρίως από τις μικρότερες αλυσίδες, παρουσίασε ζημιές το 2011. Χαρακτηριστικά, από τις 68 επιχειρήσεις του δείγματος οι 27 εμφάνισαν ζημιές στα καθαρά αποτελέσματά τους προ φόρων, όταν αντίστοιχα, σύμφωνα με τους ισολογισμούς του Πανοράματος του 2008 (δηλαδή πριν από την εκδήλωση της κρίσης), μόλις 12 από το σύνολο των 74 επιχειρήσεων του δείγματος είχαν παρουσιάσει ζημιές.
Όμως, οι εταιρείες του κλάδου που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα δεν αποτελούν την πλειοψηφία, κι αυτό γίνεται περισσότερο σαφές από τον δείκτη EBITDA, ο οποίος παραμένει θετικός για 57 επιχειρήσεις του κλάδου και αρνητικός για μόλις 11. Αυτός ο δείκτης δείχνει πιο καθαρά την «πρωτογενή» κατάσταση του οργανισμού (πλεόνασμα-έλλειμμα), καθώς ακυρώνει την επίδραση της διαχείρισης παγίων, της υπεραξίας και τις ιδιομορφίες του δανεισμού κάθε επιχείρησης. Το 2011 ο δείκτης EBITDA δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου εξακολουθεί να έχει θετικές προοπτικές για το μέλλον και να λειτουργεί πλεονασματικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι, παρά τις δυσκολίες, οι επιχειρήσεις του κλάδου επένδυσαν το 2011 πάνω από 250 δισ. ευρώ για βελτίωση της παραγωγικότητας και ανάπτυξη του δικτύου τους.
Οι ανερχόμενοι μικρομεσαίοι Αξιοσημείωτη εξέλιξη για τον κλάδο αποτελεί η ανάπτυξη των επιχειρήσεων που βρίσκονται στις θέσεις 11 ως 20, ως προς τον κύκλο εργασιών τους. Οι επιχειρήσεις αυτές κατέγραψαν αύξηση κύκλου εργασιών 10,89%, φτάνοντας τα 1,07 δισ. ευρώ, ποσό που αναλογεί στο 10,82% των πωλήσεων του συνόλου (έναντι 9,85% το 2010). Παράλληλα, οι εταιρείες της πρώτης δεκάδας αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά μόλις 0,04%, μειώνοντας το ποσοστό που αναλογεί στις συνολικές πωλήσεις των 68 εταιρειών από 81,36% σε 80,60%.
Οι επιχειρήσεις από τη θέση 11 έως και 20 ήταν ως επί το πλείστον κερδοφόρες (8 από τις 10) και συνολικά τα κέρδη τους ανέρχονται σε 13,2 εκατ. ευρώ, με 1,24% καθαρό δείκτη κερδοφορίας. Για τα πολύ θετικά αποτελέσματα ξεχωρίζουν η ΕΝΑ-Ενοποιημένες Αγορές (θυγατρική της 'Αλφα Βήτα Βασιλόπουλος), με κέρδη 9,3 εκατ. ευρώ (αυξημένα κατά 41,09% σε σχέση με το 2010), η ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός, με αύξηση πωλήσεων κατά 43,18%, στα 96,4 εκατ. ευρώ και κέρδη 546 χιλ. ευρώ και η Market In, με αύξηση πωλήσεων κατά 20,73%, στα 146,7 εκατ. ευρώ.
Σημαντικές Επενδύσεις Μέσα στο 2011, μόνο οι 5 μεγαλύτερες αλυσίδες εγκαινίασαν ή εξαγόρασαν πάνω από 75 νέα καταστήματα, αριθμός που αναλογεί σε περίπου στο 3% των καταστημάτων του κλάδου. Συνολικά, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ το 2011 ενσωμάτωσαν στο δίκτυο τους πάνω από 150 καταστήματα (δηλαδή το 6% των καταστημάτων του κλάδου). Κάθε νέο κατάστημα, ανάλογα με το μέγεθος του, αποτελεί μία επένδυση τουλάχιστον 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ μπορεί να ξεπερνάει και τα 5 εκατ. ευρώ. Ακόμα και τα εξαγορασθέντα καταστήματα αποτελούν σημαντική επένδυση, καθώς η ανακαίνιση τους και η ενσωμάτωση στο δίκτυο κοστίζει τουλάχιστον 0,5 εκατ. ευρώ, εκτός του αντιτίμου εξαγοράς.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ