Ο Gabriel Sterne, στρατηγικός αναλυτής της Exotix, επισημαίνει πως, το ότι οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν το επίκεντρο του σχεδίου επαναγοράς των ομολόγων της Ελλάδας, αποτελεί... παρωδία, σύμφωνα με κάθε λογικό μέτρο μακροχρόνιας βιωσιμότητας χρέους.
Το ελληνικό χρέος ουσιαστικά ανακατεύεται σαν τράπουλα, μεταξύ των χεριών της ελληνικής κυβέρνησης ( κυβέρνηση + κρατικές ή κρατικές-to-be τράπεζες), και μειώνεται γιατί το ένα χέρι της κυβέρνησης ( οι τράπεζες ) εφαρμόζει το mark-to-market (τρέχουσα αξία), και το άλλο όχι.
Όπως τονίζει ο Sterne, εξ ορισμού, κάθε πράξη χρέους που ανακατεύει τα ομόλογα μεταξύ του ελληνικού κράτους και τών ελληνικών κρατικών επιχειρήσεων (δλδ. τις τράπεζες), δεν κάνει καμία διαφορά σε κάθε νόμιμα καθορισμένο μέτρο της βιωσιμότητας μίας χώρας.
Τα επιχειρήματα γύρω από τις συνέπειες του mark-to-market έχουν σημασία για τους λογιστές και φορείς τραπεζικής εποπτείας, αλλά δεν κάνουν καμία διαφορά στα θεμελιώδη μέτρα της βιωσιμότητας του χρέους. Για παράδειγμα, η επαναγορά στην τιμή του 100, σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος πρέπει να δανειστεί περισσότερα για να αγοράσει το χρέος πίσω, αλλά τελικά αυτό θα αντισταθμιστεί ένα-προς-ένα, με μία μικρότερη ανάγκη δανεισμού για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Φυσικά, καθώς το όλο θέμα είναι ως επί το πλείστον το να επιπλεύσει η Ελλάδα στους επόμενους μήνες / χρόνια, θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό να αγνοήσει αυτήν την... παρωδία, όπως υπογραμμίζει ο αναλυτής:
α) ειδικά το ΔΝΤ που θα θέλει να ωραιοποιήσει την άσχημη κατάσταση του χρέους της Ελλάδας, αφού γίνεται όλο και πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί ο δανεισμός που προσφέρει - ακόμη και αν αυτή η νέα«ομορφιά» είναι μόνο επιφανειακή.
Β) βολεύει επίσης και την Γερμανία, καθώς έτσι θα αποφευχθεί κάποιο μεγάλο δράμα πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου .
Όπως υπογραμμίζει ο Sterne, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να έχει μια άλλη, πραγματική, συνέπεια : η χρήση των CACs (ρήτρες συλλογικής δράσεις) μετά από αυτή την επαναγορά - υποθέτοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες συμμετείχαν σε σημαντικά μεγάλο βαθμό (όπως δείχνουν άλλωστε τα πράγματα) - θα ήταν εξαιρετικά πιθανή, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των κατόχων του υπόλοιπου ελληνικού χρέους, θα είναι εκτός Ελλάδας.
Το ελληνικό χρέος ουσιαστικά ανακατεύεται σαν τράπουλα, μεταξύ των χεριών της ελληνικής κυβέρνησης ( κυβέρνηση + κρατικές ή κρατικές-to-be τράπεζες), και μειώνεται γιατί το ένα χέρι της κυβέρνησης ( οι τράπεζες ) εφαρμόζει το mark-to-market (τρέχουσα αξία), και το άλλο όχι.
Όπως τονίζει ο Sterne, εξ ορισμού, κάθε πράξη χρέους που ανακατεύει τα ομόλογα μεταξύ του ελληνικού κράτους και τών ελληνικών κρατικών επιχειρήσεων (δλδ. τις τράπεζες), δεν κάνει καμία διαφορά σε κάθε νόμιμα καθορισμένο μέτρο της βιωσιμότητας μίας χώρας.
Τα επιχειρήματα γύρω από τις συνέπειες του mark-to-market έχουν σημασία για τους λογιστές και φορείς τραπεζικής εποπτείας, αλλά δεν κάνουν καμία διαφορά στα θεμελιώδη μέτρα της βιωσιμότητας του χρέους. Για παράδειγμα, η επαναγορά στην τιμή του 100, σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος πρέπει να δανειστεί περισσότερα για να αγοράσει το χρέος πίσω, αλλά τελικά αυτό θα αντισταθμιστεί ένα-προς-ένα, με μία μικρότερη ανάγκη δανεισμού για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Φυσικά, καθώς το όλο θέμα είναι ως επί το πλείστον το να επιπλεύσει η Ελλάδα στους επόμενους μήνες / χρόνια, θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό να αγνοήσει αυτήν την... παρωδία, όπως υπογραμμίζει ο αναλυτής:
α) ειδικά το ΔΝΤ που θα θέλει να ωραιοποιήσει την άσχημη κατάσταση του χρέους της Ελλάδας, αφού γίνεται όλο και πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί ο δανεισμός που προσφέρει - ακόμη και αν αυτή η νέα«ομορφιά» είναι μόνο επιφανειακή.
Β) βολεύει επίσης και την Γερμανία, καθώς έτσι θα αποφευχθεί κάποιο μεγάλο δράμα πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου .
Όπως υπογραμμίζει ο Sterne, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να έχει μια άλλη, πραγματική, συνέπεια : η χρήση των CACs (ρήτρες συλλογικής δράσεις) μετά από αυτή την επαναγορά - υποθέτοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες συμμετείχαν σε σημαντικά μεγάλο βαθμό (όπως δείχνουν άλλωστε τα πράγματα) - θα ήταν εξαιρετικά πιθανή, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των κατόχων του υπόλοιπου ελληνικού χρέους, θα είναι εκτός Ελλάδας.