O οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεό της σε ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές από ΒΒ+ με θετικές προοπτικές.
Πρόκειται για τη δεύτερη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στην εβδομάδα (προηγήθηκε τη Δευτέρα ο Ιαπωνικός οίκος R&I), εξέλιξη που ενισχύει περαιτέρω τις προβλέψεις για αναβάθμιση έως το τέλος του έτους και από τους αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης.
Ο οίκος ανέφερε ως παράγοντες που οδήγησαν στην αναβάθμιση την ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, την ευνοϊκή πορεία του δημόσιου χρέους και τις μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα.
Προκλήσεις αποτελούν το υψηλό δημόσιο χρέος, οι κίνδυνοι για την πολιτική μακροπρόθεσμα και οι ευπάθειες του τραπεζικού συστήματος.
Για τους λόγους που συνέβαλαν στην αναβάθμιση, ο Scope αναφέρει ειδικότερα:
• Τη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη στην Ελλάδα, η οποία αντανακλά τις αλλαγές μετά την κρίση της Covid-19 για τη στήριξη ευάλωτων χωρών - μελών της Ευρωζώνης μέσω παρεμβάσεων της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτή αντανακλά, από το 2020, τους νεωτερισμούς στα προγράμματα αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη χαλάρωση του πλαισίου των απαιτήσεων για ενέχυρα, που εξασφάλισαν τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων παρά το ότι δεν είχαν την επενδυτική διαβάθμιση. Τα μέτρα της κεντρικής τράπεζας, μαζί με την έγκριση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας, ύψους 30,5 δις. ευρώ, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα περαιτέρω διαχείρισης του χρέους μακροπρόθεσμα από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, δείχνουν ένα πιο διαρκές δίχτυ ασφαλείας, πέρα από τις πρόσφατες κρίσεις, στηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση, ώστε να αυξήσει τις επενδύσεις.
2. Τη σταθερή πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της υψηλότερης από τον δυνητικό ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης, του χαμηλού μέσου επιτοκιακού κόστους για το απόθεμα του χρέους και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί φέτος κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό του 2020, στο 160,7%.
3. Τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν μειώσει σημαντικά τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ενίσχυσαν ουσιαστικά τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την κινητοποίηση επενδύσεων και ενίσχυση της ανάκαμψης στο πλαίσιο του European Semester.
Ωστόσο, σημειώνει ο Scope, στις πιστωτικές αξιολογήσεις της Ελλάδας παραμένουν οι προκλήσεις από:
Πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο έχει μία μακροπρόθεσμη ευαλωτότητα σε επαναξιολογήσεις του κινδύνου χώρας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο Scope σημειώνει ότι θα θεωρήσει περαιτέρω σημαντικές μειώσεις του λόγου του χρέους - σύμφωνα με τις προσδοκίες του βασικού σεναρίου - ως ιδιαίτερης σημασίας για τη μελλοντική πορεία του αξιόχρεου της Ελλάδας.
Επιπλέον, η σταδιακή εξασθένιση της ισχυρής διάρθρωσης του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, μαζί με τη σταδιακή μετάβαση της κατοχής του χρέους από δημόσιους φορείς σε ιδιώτες, και τη μικρότερη διάρκεια αποπληρωμής του νέου χρέους, αποτελεί μία πρόκληση.
Τρίτον, παραμένουν οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα.
Τέλος, διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, όπως ένας μέτριος μεσοπρόθεσμος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομές και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς.
Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την άποψη του Scope ότι οι κίνδυνοι για το αξιόχρεο είναι ισορροπημένοι για τους επόμενους 12-18 μήνες.
ΥΠΕΘΟ: Μείωση χρέους, διαρθρωτικές αλλαγές, και ευρωπαϊκή υποστήριξη
Μείωση χρέους, διαρθρωτικές αλλαγές, και ευρωπαϊκή υποστήριξη οδήγησαν στην επενδυτική βαθμίδα, αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Από το υπουργείο επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την έκθεση της Scope Ratings, οι τρεις αιτίες που οδήγησαν στην επενδυτική βαθμίδα είναι:
1. Η συνεχιζόμενη στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ταμείο Ανάκαμψης κ.α.) που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους και συμβάλει στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. «Εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να εφαρμόζει δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Scope θεωρεί ότι το Ευρωσύστημα είναι πιθανό να στηρίξει την Ελλάδα στο μέλλον σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων στις αγορές. Η πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίστηκε μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ενισχύει την ικανότητα της κυβέρνησης για περαιτέρω υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων», τονίζεται στην έκθεση.
2. Η σταθερή πορεία μείωσης του δημοσίου χρέους το οποίο προβλέπεται να υποχωρήσει στο 160,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2023, (οπότε θα είναι μειωμένο κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020) και στο 141.6% το 2028, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2012.
3. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα, αύξηση των επενδύσεων με έμφαση στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, την κατάρτιση κ.ά.
Από τη πλευρά του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας επισημαίνεται ότι η αναβάθμιση είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα 4 χρόνια και οδήγησε, παρά τις διεθνείς κρίσεις, στη μείωση του χρέους, στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών αλλά και στην αξιοποίηση των κεφαλαίων που διατίθενται από την ΕΕ.
Σύμφωνα με το υπουργείο, απόφαση της κυβέρνησης είναι να συνεχίσει χωρίς παρεκκλίσεις και ταλαντεύσεις την ίδια πολιτική δημοσιονομικής σοβαρότητας και ευθύνης η οποία είναι και η μόνη σταθερή βάση για την ανάπτυξη και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Όπως άλλωστε έχει επισημάνει κατ' επανάληψη ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, «απόφασή μας είναι να δίνουμε αυτά που έχουμε και όχι αυτά που δεν έχουμε. Σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να γίνουμε πρόσκαιρα ευχάριστοι, θέλουμε να είμαστε μεσομακροπρόθεσμα χρήσιμοι για την οικονομία και την πατρίδα μας».