Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) απέρριψε την προσφυγή της Apple (NASDAQ:AAPL) κατά της Κομισιόν και αποφάσισε να διατηρηθεί η απόφαση για αναδρομική καταβολή φόρων ύψους 13 δισεκατομμυρίων ευρώ από τον αμερικανικό κολοσσό των νέων τεχνολογιών προς το ιρλανδικό δημόσιο.
Το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ ακύρωσε προηγούμενη απόφαση κατώτερου δικαστηρίου για την υπόθεση, επισημαίνοντας ότι «επιβεβαιώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2016: Η Ιρλανδία χορήγησε στην Apple παράνομη βοήθεια την οποία η Ιρλανδία καλείται διεκδικήσει πίσω», θέτοντας τέλος στη μακροχρόνια διαμάχη.
Η Επιτροπή το 2016 διέταξε το Δουβλίνο να ανακτήσει έως και 13 δισεκατομμύρια ευρώ (14,4 δισεκατομμύρια δολάρια) σε καθυστερημένους φόρους από την Apple, λέγοντας τότε ότι η τεχνολογική εταιρεία είχε λάβει «παράνομα» φορολογικά οφέλη από την Ιρλανδία κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών.
Η Apple και η Ιρλανδία άσκησαν έφεση κατά της απόφασης της Επιτροπής το 2019 και το 2020 το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ ακύρωσε την απόφαση της Κομισιόν κρίνοντας ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι η ιρλανδική κυβέρνηση έδωσε στην Apple φορολογικό πλεονέκτημα.
Η υπόθεση προκάλεσε οργή από την Apple, με τον τότε πρόεδρο των Η.Π.Α. Ντόναλντ Τραμπ να επικρίνει την Ευρωπαία Επίτροπο Μαργκρέτε Βεστάγκερ, η οποία πρωτοστάτησε στην εκστρατεία για την εξάλειψη των ειδικών φορολογικών συμφωνιών των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας, χαρακτηρίζοντας την «φορο-κυρία» που «μισεί πραγματικά τις ΗΠΑ».
Σε χωριστή απόφασή του, το ανώτατο δικαιοδότικό όργανο της ΕΕ με έδρα το Λουξεμβούργο επιβεβαίωσε πρόστιμο 2,4 δισεκ. ευρώ σε βάρος της Google για πρακτικές που αντιβαίνουν στον ανταγωνισμό.
Οι δύο εταιρείες εξέφρασαν αμέσως την «απογοήτευσή» τους με χωριστές ανακοινώσεις.
Η επίτροπος της ΕΕ για τον ανταγωνισμό Μαργκρέτε Βεστάγκερ δήλωσε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει, μέσω νομοθετικών προτάσεων και της επιβολής του νόμου, τη δουλειά της εναντίον του φορολογικού ανταγωνισμού και του επιθετικού σχεδιασμού της φορολογίας από χώρες της ΕΕ και από πολυεθνικές.
«Οι έρευνές μας συνέβαλαν αποφασιστικά σε μια αλλαγή νοοτροπίας, μια αλλαγή στάσης μεταξύ των κρατών μελών. Βοήθησαν να πραγματοποιηθεί και να επιταχυνθεί κανονιστική και νομοθετική μεταρρύθμιση", δήλωσε ο Βεστάγκερ σε συνέντευξη Τύπου μετά την ανακοίνωση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.