Οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) δείχνουν να προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στις νέες δυσμενείς συνθήκες της οικονομίας, υιοθετώντας διαρθρωτικά μέτρα αντιμετώπισης των συνθηκών μειωμένης ζήτησης, σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα συγκυρίας των ΜμΕ της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), βάσει δείγματος σχεδόν 1.000 εταιρειών.
Ειδικότερα, ποσοστό 51% του εταιρικού τομέα των ΜμΕ έχει ήδη προβεί σε μειώσεις προσωπικού (από 18% το 2009) ενώ το 17% των ΜμΕ δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε κλείσιμο καταστημάτων (από 1% το 2009). Υπό αυτό το κλίμα, οι βραχυπρόθεσμες στρατηγικές για την πλειοψηφία των ΜμΕ παραμένουν περιοριστικές. Συγκεκριμένα, το 21% των ΜμΕ εκτιμά ότι θα μειώσει τις επενδύσεις του κατά το επόμενο εξάμηνο και το 30% δηλώνει ότι θα περιορίσει μελλοντικά την απασχόληση στην επιχείρηση στο ίδιο διάστημα.
Παράλληλα, η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί έντονο πρόβλημα για το 40% του εταιρικού τομέα των ΜμΕ, καθώς κατά την τελευταία διετία οι καθυστερήσεις εισπράξεων από πελάτες έχουν αυξηθεί κατά 7 ημέρες, ενώ οι πληρωμές προς προμηθευτές γίνονται συντομότερα κατά 21 ημέρες και η χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών συνεχώς περιορίζεται (35% των συναλλαγών των ΜμΕ στα τέλη του 2012 από 57% το 2009). Συνεπώς, είναι σημαντικό να προωθηθούν άμεσα και αποτελεσματικά τα προγράμματα στήριξης της ρευστότητας των ελληνικών ΜμΕ -από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ), μεταξύ άλλων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μέσα στο γενικότερα περιοριστικό περιβάλλον, κάποια πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της οικονομικής συγκυρίας αρχίζουν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους. Ειδικότερα, σημειώνουμε την οριακή αύξηση του ποσοστού των ΜμΕ που δηλώνουν ότι ακολουθούν αναπτυξιακή πολιτική (26% των ΜμΕ στα τέλη του 2012 από 23% στις αρχές του 2012), ενώ ένα σταθερά υψηλό ποσοστό των ΜμΕ έχει υιοθετήσει υγιείς αντιδράσεις στην κρίση, επενδύοντας στην καινοτομία και την εξωστρέφεια. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης της ΕΤΕ για τις ΜμΕ, αν και παρέμεινε σε αρνητικά επίπεδα, σημείωσε άνοδο κατά τους τελευταίους μήνες του 2012 (κυρίως στους κλάδους της εξαγωγικής βιομηχανίας και του τουρισμού). Συγκεκριμένα, αν και το κομμάτι των προσδοκιών παρέμεινε σταθερό διαχρονικά, το κομμάτι αξιολόγησης της τρέχουσας ζήτησης βελτιώθηκε.
Οι ΜμΕ είναι σημαντικές για τις ελληνικές εξαγωγές, με αυξημένα περιθώρια περαιτέρω διείσδυσης των προϊόντων τους στις αγορές του εξωτερικού. Στην Ελλάδα, οι ΜμΕ συνεισφέρουν το 35% των εξαγωγών, έναντι 24% για τις ευρωπαϊκές ΜμΕ. Η διαφορά αυτή αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι άνω του 1/2 των πωλήσεων του εταιρικού τομέα παράγεται από ΜμΕ στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι κοντά στο 1/3 για την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σχεδόν το 1/3 των ΜμΕ δραστηριοποιείται στο εξωτερικό -με το 55% αυτών να εξάγει άνω του 10% των πωλήσεων. Συνολικά, οι πωλήσεις εκτός Ελλάδας καλύπτουν το 23% του κύκλου εργασιών των εξωστρεφών εταιρειών. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των μεσαίων επιχειρήσεων αφορά τη δυνατότητα της επιτυχούς δραστηριοποίησης τους στο εξωτερικό, καθώς το 42% αυτών εξάγουν, έναντι 17% των μικρών. Η δυσκολία πρόσβασης των μικρών επιχειρήσεων στα κανάλια διανομής αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι δηλώνουν το διαδίκτυο ως κύριο τρόπο πωλήσεών τους στο εξωτερικό. Συνεπώς, το μέγεθος της επιχείρησης αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα για την εξωστρέφειά της.
Η ΝΑ Ευρώπη και τα Βαλκάνια (κυρίως Κύπρος και Βουλγαρία) αποτελεί τη δημοφιλέστερη αγορά για τις εξαγωγές των ΜμΕ (με το 64% να την επιλέγει) εν μέρει λόγω χαμηλότερου ανταγωνισμού. Ακολουθεί η Δυτική Ευρώπη (κυρίως Γερμανία και Ιταλία), που αποτελεί προορισμό για το 46% των εξωστρεφών ΜμΕ, οι οποίες φαίνεται να επωφελούνται σημαντικά από τις εξαγωγές σε αυτές τις χώρες (καθώς οι μισές από αυτές είναι σε φάση ανάπτυξης και το 1/3 αυτών εξάγει το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών τους). Υπογραμμίζουμε ότι αρκετές ΜμΕ ξεκινούν την εξαγωγική τους δραστηριότητα από λιγότερο ανταγωνιστικές αγορές της ΝΑ Ευρώπης ως ενδιάμεσο βήμα και στη συνέχεια κατευθύνονται στις αναπτυγμένες αγορές της Δυτικής Ευρώπης.
Σημαντικό ποσοστό των ΜμΕ (της τάξης του 1/3) εξάγουν χωρίς δική τους πρωτοβουλία (δηλαδή, μετά από προσέγγιση από πελάτες του εξωτερικού). Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό του σημαντικού περιθωρίου περαιτέρω διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού (κυρίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης), σε περίπτωση που οι ελληνικές ΜμΕ ακολουθήσουν πιο ενεργητική εξωστρεφή πολιτική.
Οι εξωστρεφείς ΜμΕ επισήμαναν ως βασικά εμπόδια εξωστρέφειας τη γραφειοκρατία και τα τελωνεία. Παράλληλα, εκτός από το 30% των ΜμΕ που ήδη δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, το 16% δηλώνει ότι ενδιαφέρεται να εξάγει. Το βασικό εμπόδιο που αντιμετωπίζουν αυτές οι δυνητικά εξωστρεφείς ΜμΕ είναι η έλλειψη ενημέρωσης, είτε για τις αγορές προορισμού, είτε για τις απαιτούμενες διαδικασίες εξαγωγών.
Τα προβλήματα αυτά στοχεύουν να αμβλύνουν οι νέες πολιτικές στήριξης της εξωστρέφειας, που προωθούνται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Εξαγωγών.
Α. Λ.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ
Ειδικότερα, ποσοστό 51% του εταιρικού τομέα των ΜμΕ έχει ήδη προβεί σε μειώσεις προσωπικού (από 18% το 2009) ενώ το 17% των ΜμΕ δηλώνει ότι έχει προχωρήσει σε κλείσιμο καταστημάτων (από 1% το 2009). Υπό αυτό το κλίμα, οι βραχυπρόθεσμες στρατηγικές για την πλειοψηφία των ΜμΕ παραμένουν περιοριστικές. Συγκεκριμένα, το 21% των ΜμΕ εκτιμά ότι θα μειώσει τις επενδύσεις του κατά το επόμενο εξάμηνο και το 30% δηλώνει ότι θα περιορίσει μελλοντικά την απασχόληση στην επιχείρηση στο ίδιο διάστημα.
Παράλληλα, η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί έντονο πρόβλημα για το 40% του εταιρικού τομέα των ΜμΕ, καθώς κατά την τελευταία διετία οι καθυστερήσεις εισπράξεων από πελάτες έχουν αυξηθεί κατά 7 ημέρες, ενώ οι πληρωμές προς προμηθευτές γίνονται συντομότερα κατά 21 ημέρες και η χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών συνεχώς περιορίζεται (35% των συναλλαγών των ΜμΕ στα τέλη του 2012 από 57% το 2009). Συνεπώς, είναι σημαντικό να προωθηθούν άμεσα και αποτελεσματικά τα προγράμματα στήριξης της ρευστότητας των ελληνικών ΜμΕ -από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ), μεταξύ άλλων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μέσα στο γενικότερα περιοριστικό περιβάλλον, κάποια πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της οικονομικής συγκυρίας αρχίζουν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους. Ειδικότερα, σημειώνουμε την οριακή αύξηση του ποσοστού των ΜμΕ που δηλώνουν ότι ακολουθούν αναπτυξιακή πολιτική (26% των ΜμΕ στα τέλη του 2012 από 23% στις αρχές του 2012), ενώ ένα σταθερά υψηλό ποσοστό των ΜμΕ έχει υιοθετήσει υγιείς αντιδράσεις στην κρίση, επενδύοντας στην καινοτομία και την εξωστρέφεια. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης της ΕΤΕ για τις ΜμΕ, αν και παρέμεινε σε αρνητικά επίπεδα, σημείωσε άνοδο κατά τους τελευταίους μήνες του 2012 (κυρίως στους κλάδους της εξαγωγικής βιομηχανίας και του τουρισμού). Συγκεκριμένα, αν και το κομμάτι των προσδοκιών παρέμεινε σταθερό διαχρονικά, το κομμάτι αξιολόγησης της τρέχουσας ζήτησης βελτιώθηκε.
Οι ΜμΕ είναι σημαντικές για τις ελληνικές εξαγωγές, με αυξημένα περιθώρια περαιτέρω διείσδυσης των προϊόντων τους στις αγορές του εξωτερικού. Στην Ελλάδα, οι ΜμΕ συνεισφέρουν το 35% των εξαγωγών, έναντι 24% για τις ευρωπαϊκές ΜμΕ. Η διαφορά αυτή αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι άνω του 1/2 των πωλήσεων του εταιρικού τομέα παράγεται από ΜμΕ στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι κοντά στο 1/3 για την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σχεδόν το 1/3 των ΜμΕ δραστηριοποιείται στο εξωτερικό -με το 55% αυτών να εξάγει άνω του 10% των πωλήσεων. Συνολικά, οι πωλήσεις εκτός Ελλάδας καλύπτουν το 23% του κύκλου εργασιών των εξωστρεφών εταιρειών. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των μεσαίων επιχειρήσεων αφορά τη δυνατότητα της επιτυχούς δραστηριοποίησης τους στο εξωτερικό, καθώς το 42% αυτών εξάγουν, έναντι 17% των μικρών. Η δυσκολία πρόσβασης των μικρών επιχειρήσεων στα κανάλια διανομής αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι δηλώνουν το διαδίκτυο ως κύριο τρόπο πωλήσεών τους στο εξωτερικό. Συνεπώς, το μέγεθος της επιχείρησης αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα για την εξωστρέφειά της.
Η ΝΑ Ευρώπη και τα Βαλκάνια (κυρίως Κύπρος και Βουλγαρία) αποτελεί τη δημοφιλέστερη αγορά για τις εξαγωγές των ΜμΕ (με το 64% να την επιλέγει) εν μέρει λόγω χαμηλότερου ανταγωνισμού. Ακολουθεί η Δυτική Ευρώπη (κυρίως Γερμανία και Ιταλία), που αποτελεί προορισμό για το 46% των εξωστρεφών ΜμΕ, οι οποίες φαίνεται να επωφελούνται σημαντικά από τις εξαγωγές σε αυτές τις χώρες (καθώς οι μισές από αυτές είναι σε φάση ανάπτυξης και το 1/3 αυτών εξάγει το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών τους). Υπογραμμίζουμε ότι αρκετές ΜμΕ ξεκινούν την εξαγωγική τους δραστηριότητα από λιγότερο ανταγωνιστικές αγορές της ΝΑ Ευρώπης ως ενδιάμεσο βήμα και στη συνέχεια κατευθύνονται στις αναπτυγμένες αγορές της Δυτικής Ευρώπης.
Σημαντικό ποσοστό των ΜμΕ (της τάξης του 1/3) εξάγουν χωρίς δική τους πρωτοβουλία (δηλαδή, μετά από προσέγγιση από πελάτες του εξωτερικού). Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό του σημαντικού περιθωρίου περαιτέρω διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού (κυρίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης), σε περίπτωση που οι ελληνικές ΜμΕ ακολουθήσουν πιο ενεργητική εξωστρεφή πολιτική.
Οι εξωστρεφείς ΜμΕ επισήμαναν ως βασικά εμπόδια εξωστρέφειας τη γραφειοκρατία και τα τελωνεία. Παράλληλα, εκτός από το 30% των ΜμΕ που ήδη δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, το 16% δηλώνει ότι ενδιαφέρεται να εξάγει. Το βασικό εμπόδιο που αντιμετωπίζουν αυτές οι δυνητικά εξωστρεφείς ΜμΕ είναι η έλλειψη ενημέρωσης, είτε για τις αγορές προορισμού, είτε για τις απαιτούμενες διαδικασίες εξαγωγών.
Τα προβλήματα αυτά στοχεύουν να αμβλύνουν οι νέες πολιτικές στήριξης της εξωστρέφειας, που προωθούνται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Εξαγωγών.
Α. Λ.
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ