Δίχως μεταβολή θα συνεχιστεί η υφιστάμενη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανακοίνωσε σήμερα ο διοικητής της Ζαν Κλοντ Τρισέ, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη Φρανκφούρτη.
Όπως επεσήμανε ο κ.Τρισέ, το τρέχον επιτόκιο της ΕΚΤ θα διατηρηθεί στο επίπεδο του 1%, δεδομένου ότι οι πιέσεις στο επίπεδο των τιμών παραμένουν ήπιες και ,πάντως, εντός των καταστατικών ορίων της ΕΚΤ, ήτοι χαμηλότερα αλλά κοντά στο επίπεδο του 2%, αν και ο διοικητής της ΕΚΤ έκανε λόγο για «αβεβαιότητα» στην εξέλιξη του μεγέθους αυτού.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που επικαλέστηκε ο κ.Τρισέ, σε ετήσια βάση ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο επίπεδο του 1,9% το Νοέμβριο και άρα παρέμεινε εντός των παραπάνω ορίων.
Ο διοικητής της ΕΚΤ ανακοίνωσε, επίσης, τη συνέχιση των δραστηριοτήτων αναχρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος με το παρόν επιτόκιο, «για όσο χρειαστεί» και πάντως έως τις 12 Απριλίου του 2011, όπως και των μηνιαίων και τριμηνιαίων δραστηριοτήτων αναχρηματοδότησης (αγοράς ομολόγων) που λήγουν στις 26 Ιανουαρίου, στις 23 Φεβρουαρίου και στις 30 Μαρτίου.
Όπως τόνισε ο κ.Τρισέ, βάσει των παραπάνω διατηρείται σε ισχύ το σύνολο του πλέγματος μέτρων νομισματικής πολιτικής που ασκεί η ΕΚΤ.
Επιπρόσθετα, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρότρυνε τις κυβερνήσεις των κρατών μελών της ευρωζώνης να συμπεριλάβουν μακροπρόθεσμα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων, με στόχο την εξυγίανση των εθνικών οικονομιών τους, εφόσον αντιμετωπίζουν είτε δημοσιονομικά ελλείμματα, είτε μειωμένη ανταγωνιστικότητα, όπως αυτή εκφράζεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή στο εμπορικό ισοζύγιο.
Απαντώντας σε ερωτήματα εκπροσώπων του Τύπου ο κ.Τρισέ σημείωσε ότι η απόφαση για την παράταση της λειτουργίας των τρίμηνων προγραμμάτων αναχρηματοδότησης ελήφθη ομόφωνα κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ, ενώ η απόφαση για το μηνιαία πρόγραμμα βάσει «συντριπτικής πλειοψηφίας».
«Παρακολουθούμε τις εξελίξεις στις αγορές και προσαρμόζουμε με τη δέουσα προσοχή την πολιτική μας», σημείωσε ο κ.Τρισέ.
Από την θέσπιση του ευρώ έως σήμερα «παραδώσαμε ό,τι υποσχεθήκαμε βάσει των καταστατικών μας δεσμεύσεων και είμαστε αξιόπιστοι ώστε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε σταθερότητα τιμών στους κατοίκους της Ευρωζώνης», τόνισε.
Όπως επεσήμανε ο κ.Τρισέ, το τρέχον επιτόκιο της ΕΚΤ θα διατηρηθεί στο επίπεδο του 1%, δεδομένου ότι οι πιέσεις στο επίπεδο των τιμών παραμένουν ήπιες και ,πάντως, εντός των καταστατικών ορίων της ΕΚΤ, ήτοι χαμηλότερα αλλά κοντά στο επίπεδο του 2%, αν και ο διοικητής της ΕΚΤ έκανε λόγο για «αβεβαιότητα» στην εξέλιξη του μεγέθους αυτού.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που επικαλέστηκε ο κ.Τρισέ, σε ετήσια βάση ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο επίπεδο του 1,9% το Νοέμβριο και άρα παρέμεινε εντός των παραπάνω ορίων.
Ο διοικητής της ΕΚΤ ανακοίνωσε, επίσης, τη συνέχιση των δραστηριοτήτων αναχρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος με το παρόν επιτόκιο, «για όσο χρειαστεί» και πάντως έως τις 12 Απριλίου του 2011, όπως και των μηνιαίων και τριμηνιαίων δραστηριοτήτων αναχρηματοδότησης (αγοράς ομολόγων) που λήγουν στις 26 Ιανουαρίου, στις 23 Φεβρουαρίου και στις 30 Μαρτίου.
Όπως τόνισε ο κ.Τρισέ, βάσει των παραπάνω διατηρείται σε ισχύ το σύνολο του πλέγματος μέτρων νομισματικής πολιτικής που ασκεί η ΕΚΤ.
Επιπρόσθετα, ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρότρυνε τις κυβερνήσεις των κρατών μελών της ευρωζώνης να συμπεριλάβουν μακροπρόθεσμα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων, με στόχο την εξυγίανση των εθνικών οικονομιών τους, εφόσον αντιμετωπίζουν είτε δημοσιονομικά ελλείμματα, είτε μειωμένη ανταγωνιστικότητα, όπως αυτή εκφράζεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή στο εμπορικό ισοζύγιο.
Απαντώντας σε ερωτήματα εκπροσώπων του Τύπου ο κ.Τρισέ σημείωσε ότι η απόφαση για την παράταση της λειτουργίας των τρίμηνων προγραμμάτων αναχρηματοδότησης ελήφθη ομόφωνα κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ, ενώ η απόφαση για το μηνιαία πρόγραμμα βάσει «συντριπτικής πλειοψηφίας».
«Παρακολουθούμε τις εξελίξεις στις αγορές και προσαρμόζουμε με τη δέουσα προσοχή την πολιτική μας», σημείωσε ο κ.Τρισέ.
Από την θέσπιση του ευρώ έως σήμερα «παραδώσαμε ό,τι υποσχεθήκαμε βάσει των καταστατικών μας δεσμεύσεων και είμαστε αξιόπιστοι ώστε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε σταθερότητα τιμών στους κατοίκους της Ευρωζώνης», τόνισε.