Μπορεί σήμερα το ευρώ να υποχωρεί από τα πόσφατα υψηλά του, οι φόβοι όμως και οι συζητήσεις για την νεοαποκτηθείσα δύναμή του και ο «ακύρηχτος» νομισματικός πόλεμος συνεχίζονται, με αφετηρία φυσικά τα τελευταία μέτρα στήριξης της ιαπωνικής οικονομίας και με επίκεντρο την πολιτική της ΕΚΤ, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε ένα τοξικό ευρωπαϊκό νόμισμα, όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές, επισημαίνοντας ωστόσο πως δύσκολα το ευρώ θα φτάσει και θα ξεπεράσει το 1,40 έναντι του δολαρίου.
Η συζήτηση για το νομισματικό πόλεμο, που έφθασε στο αποκορύφωμά του το 2009, όταν η Fed ξεκίνησε τον πρώτο γύρο νομισματικής χαλάρωσης – γνωστό ως QE, έχει αναβιώσει από τις συζητήσεις από… Ιαπωνία μεριά, για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές Laurence Boone και Ruben Segura-Cayuela της Bank of America Merrill Lynch
Μεταξύ της Τράπεζας της Ιαπωνίας, της Τράπεζας της Αγγλίας και της Fed, η ΕΚΤ στην πραγματικότητα ξεχωρίζει για τη μη σηματοδότηση καμίας επιθυμίας να προβεί σε περαιτέρω νομισματική χαλάρωση.
Αντίθετα, οι τράπεζες στην Ευρώπη έχουν ήδη αρχίσει να εξοφλούν μέρος των χρημάτων της μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης που έλαβαν, τα LTROs. Αυτό έχει προσθέσει στην αίσθηση ότι η νομισματική στάση της ΕΚΤ γίνεται πιο σφιχτή και όχι πιο χαλαρή, παρόλο που η ΕΚΤ δεν έχει αλλάξει τη στάση της. Ως εκ τούτου, οι φόβοι για άνοδο του ευρώ έχουν αυξηθεί, ακόμα και τώρα που το ευρώ μόλις έχει αρχίσει να ανατιμάται.
Κατά την άποψή της BofA Merrill Lynch, η επίμονη ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα επηρεάσει δυσανάλογα τις χώρες εκείνες που είναι εξαρτημένες στους ευαίσθητους προς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες-κλάδους, και οι οποίες είναι σχετικά πιο ανοικτές, ιδιαίτερα σε ότι αφορά το πρώτο, αφού η επίδραση της γεωγραφικής διαφοροποίησης είναι αδύναμη. Λαμβάνοντας όλους τους παράγοντες υπόψη, η Γερμανία και η Γαλλία εμφανίζονται ελαφρώς λιγότερο ευάλωτες στην ανατίμηση του ευρώ από ότι η Ισπανία και η Ιταλία, αν και η ανάλυση της BofA δείχνει ότι οι διαφορές αυτές θα είναι μικρές.
Την ίδια στιγμή, η Credit Agricole σε έκθεσή της υπογραμμίζει πως η ευρωζώνη είναι στα… κάτω της, παρά την παράδοξη σύμπτωση του ισχυρότερου ευρώ.
Όπως σημειώνει, στην ζώνη του ευρώ, ο βαθμός της οικονομικής δυσφορίας είναι αρκετά υψηλός. Αν και τα πρόσφατα οικονομικά δεδομένων προκάλεσαν θετική έκπληξη, δεν έκρυψαν το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της Γερμανίας, η οποία προχωρεί ικανοποιητικά, και της Γαλλίας, η οποία έχει μείνει πίσω.
Το ζήτημα της υπερβολικής απόκλισης της ανάπτυξης εντός της περιοχής παραμένει άλυτο. Πρόκειται για ένα σοβαρό εμπόδιο σε ότι αφορά την εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών και εμποδίζει το να υπάρξει μία αισιόδοξη ανάγνωση των συγκεντρωτικών οικονομικών δεικτών που δείχνουν πως κάποια βελτίωση είναι… στη γωνία.
Φυσικά, όπως προσθέτει η τράπεζα, η αμφισβήτηση του ρυθμού της αναμενόμενης οικονομικής βελτιώσης ενθαρρύνει τις αγορές στο να προσπαθήσουν να αξιολογήσουν την πιθανότητα των μέτρων στήριξης που μπορούν να ληφθούν. Οι συμμετέχοντες στην αγορά κατανοούν ότι τίποτα ιδιαίτερο δεν θα προέλθει στην πραγματικότητα, από τα νέα δημοσιονομικά μέτρα. Πρωτοβουλίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ελέγχοουν της νομισματική πολιτική, για να δείτε τα πιθανά αποτελέσματα.
Μια σαφής διάκριση φαίνεται να γίνεται μεταξύ της πλειοψηφίας των κεντρικών τραπεζών που θέλουν να διασφαλιστούν έναντι του κινδύνου απογοήτευσης στο μέτωπο της ανάπτυξης και μιας μικρής μειοψηφίας που θεωρεί ότι το ζήτημα των ανεπαρκών οικονομικών επιδόσεων πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, η Fed, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Τράπεζα της Ιαπωνίας είναι σε αυτό το πρώτο γκρουπ. Η ΕΚΤ είναι πιο απομονωμένη στο δεύτερο. Ενώ οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν είναι σήμερα σε μια φάση τεράστιας «δημιουργικότητας» τεράστια σε ότι αφορά των σχεδιασμό νέων μέτρων (λόγω των γενικών εκλογών στη Γερμανία, που θα διεξαχθούν τον προσεχή Σεπτέμβριο), η ΕΚΤ δεν θέλει να κάνει τη ζωή τους ευκολότερη ακόμα, επισημαίνει η Credit Agricole. Αυτό θα πρέπει να είναι το κύριο συμπέρασμα του επόμενου διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας.
Οι αγορές, εντωμεταξύ, είναι λίγο διστακτικές και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι τόσο έτοιμες να πιστέψουν το story της ανάκαμψης και είναι ευαίσθητες σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να εφαρμοστούν, εάν χρειαστεί. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως καταλήγει η τράπεζα, η ευρωζώνη είναι στα κάτω της, με την παράδοξη σύμπτωση ενός ευρώ που γίνεται όλο και ισχυρότερο.
H JP Morgan εκτιμά ότι τα υπέρ του να παραμείνει κανείς long στο ευρώ έναντι του δολαρίου δεν είναι πλέον τότο ξεκάθαρα όσο είναι το να παραμείνει κανείς short στο γιέν, για παράδειγμα, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι τρεις πιθανοί παράγοντες που καθιστούν απίθανο το ευρώ να ξεπεράσει το 1,40.
Μια ευθεία διαμαρτυρία από τους ευρωπαίους χαράσσοντες πολιτική σχετικά με το νόμισμα ( σημαντική αναμένεται να είναι η συνέντευξη Τύπου του Μάριο Ντράγκι την Πέμπτη)
Μια σημαντική επιβράδυνση-ύφεση στα ευρωπαϊκά στοιχεία (ο δείκτης οικονομικής έκπληξη της περιοχής είναι σε υψηλά δύο ετών), ή
3) Μια σημαντική αντιστροφή του sell-off στην ευρωπαϊκή αγορά σταθερού εισοδήματος
ekourt@kerdos.gr