«Συνεχίζεται το κύμα εξόδου των επενδυτών από την Κεφαλαιαγορά που ξεκίνησε μετά την περίοδο 1999 - 2000. Οι ζημιές στα χαρτοφυλάκια των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών είναι τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ μεγάλες και φθάνουν το ποσοστό του 70 με 80% κατά μέσο όρο».
Αυτό αναφέρει ο Σύνδεσμος Εταιρειών Διαμεσολαβητικών Υπηρεσιών Κινητών Αξιών (ΣΕΔΥΚΑ) καταθέτοντας τη θέση του στη συζήτηση για το φόρο υπεραξίας.
Όπως σημειώνεται αναλυτικά στην ανακοίνωση: «Παρά το γεγονός ότι δεν εκλήθη να συμμετάσχει στη συνάντηση των φορέων για τη συζήτηση του φόρου υπεραξίας, ο ΣΕΔΥΚΑ που αντιπροσωπεύει το 40% των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών πιστεύει ότι - σε θεωρητικό επίπεδο - για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης θα έπρεπε να επιβληθεί αυτοτελώς φόρος υπεραξίας στα κέρδη από αγοραπωλησίες αξιόγραφων και χρεογράφων στις Κεφαλαιαγορές με συντελεστές φορολόγησης σημαντικά μειωμένους από τους αντίστοιχους στην φορολογία των εισοδημάτων από την εργασία και αντίστροφα ανάλογους του χρόνου διακράτησης των αξιών. Για τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους θα έπρεπε να λαμβάνεται υπ' όψιν το συνολικό (αλγεβρικό) αποτέλεσμα των πράξεων του κάθε επενδυτή με δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών μιας χρονιάς στις επόμενες για συμψηφισμό με μελλοντικά κέρδη. Με τον τρόπο αυτό, το κράτος θα εξασφάλιζε φορολογικά έσοδα όταν οι αξίες είχαν ανοδική πορεία και οι επενδυτές δεν θα επιβαρύνονταν σε περιόδους πτώσης των τιμών των αξιών, ενώ παράλληλα θα έληγαν και διάφορα απαράδεκτα φαινόμενα που κατά καιρούς έχουν παρατηρηθεί στο Χρηματιστήριό μας (π.χ. εικονικές αγοραπωλησίες μεγάλων πακέτων μετοχών σε προκλητικά εξευτελιστικές τιμές).
Πρακτικά όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθήκες που επικρατούν τώρα στην Ελληνική Κεφαλαιαγορά δεν ευνοούν την εφαρμογή τέτοιων μέτρων για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος των οποίων κατά την γνώμη μας είναι ο εξής: για να επιβληθεί φόρος υπεραξίας στους έλληνες ιδιώτες επενδυτές, που είναι σε συντριπτικό ποσοστό οι βασικοί πελάτες των Εταιρειών - Μελών μας και των οποίων τα συμφέροντα έχουμε υποχρέωση να προασπίσουμε, πρέπει πρώτα να επανέλθουν στο Χρηματιστήριο. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή συνεχίζεται το κύμα εξόδου τους από την Κεφαλαιαγορά που ξεκίνησε μετά την περίοδο 1999 - 2000. Οι ζημιές στα χαρτοφυλάκια των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών είναι τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ μεγάλες και φθάνουν το ποσοστό του 70 με 80% κατά μέσο όρο. Η συνεισφορά τους μέσω της συμμετοχής τους στην αύξηση μετοχικών κεφαλαίων στην ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος είναι σημαντική χωρίς να έχουν ωφεληθεί ούτε στο ελάχιστο.
Η επιβολή φόρου υπεραξίας υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν άδικη για τους Έλληνες ιδιώτες επενδυτές, γιατί πέρα από τα προαναφερθέντα είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι μεγάλοι Έλληνες επενδυτές και οι ξένοι συνάδελφοί τους θα βρουν τρόπους για να μην επιβαρυνθούν από αυτή την αρνητική οικονομική εξέλιξη.
Τέλος, εξυπακούεται ότι η αντιμετώπιση θεμάτων του χρηματιστηρίου και της κεφαλαιαγοράς δε πρέπει να γίνεται βάσει μονοδιάστατης προσέγγισης και παρουσίας ενός μόνο φορέα».
Αυτό αναφέρει ο Σύνδεσμος Εταιρειών Διαμεσολαβητικών Υπηρεσιών Κινητών Αξιών (ΣΕΔΥΚΑ) καταθέτοντας τη θέση του στη συζήτηση για το φόρο υπεραξίας.
Όπως σημειώνεται αναλυτικά στην ανακοίνωση: «Παρά το γεγονός ότι δεν εκλήθη να συμμετάσχει στη συνάντηση των φορέων για τη συζήτηση του φόρου υπεραξίας, ο ΣΕΔΥΚΑ που αντιπροσωπεύει το 40% των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών πιστεύει ότι - σε θεωρητικό επίπεδο - για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης θα έπρεπε να επιβληθεί αυτοτελώς φόρος υπεραξίας στα κέρδη από αγοραπωλησίες αξιόγραφων και χρεογράφων στις Κεφαλαιαγορές με συντελεστές φορολόγησης σημαντικά μειωμένους από τους αντίστοιχους στην φορολογία των εισοδημάτων από την εργασία και αντίστροφα ανάλογους του χρόνου διακράτησης των αξιών. Για τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους θα έπρεπε να λαμβάνεται υπ' όψιν το συνολικό (αλγεβρικό) αποτέλεσμα των πράξεων του κάθε επενδυτή με δυνατότητα μεταφοράς των ζημιών μιας χρονιάς στις επόμενες για συμψηφισμό με μελλοντικά κέρδη. Με τον τρόπο αυτό, το κράτος θα εξασφάλιζε φορολογικά έσοδα όταν οι αξίες είχαν ανοδική πορεία και οι επενδυτές δεν θα επιβαρύνονταν σε περιόδους πτώσης των τιμών των αξιών, ενώ παράλληλα θα έληγαν και διάφορα απαράδεκτα φαινόμενα που κατά καιρούς έχουν παρατηρηθεί στο Χρηματιστήριό μας (π.χ. εικονικές αγοραπωλησίες μεγάλων πακέτων μετοχών σε προκλητικά εξευτελιστικές τιμές).
Πρακτικά όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθήκες που επικρατούν τώρα στην Ελληνική Κεφαλαιαγορά δεν ευνοούν την εφαρμογή τέτοιων μέτρων για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος των οποίων κατά την γνώμη μας είναι ο εξής: για να επιβληθεί φόρος υπεραξίας στους έλληνες ιδιώτες επενδυτές, που είναι σε συντριπτικό ποσοστό οι βασικοί πελάτες των Εταιρειών - Μελών μας και των οποίων τα συμφέροντα έχουμε υποχρέωση να προασπίσουμε, πρέπει πρώτα να επανέλθουν στο Χρηματιστήριο. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή συνεχίζεται το κύμα εξόδου τους από την Κεφαλαιαγορά που ξεκίνησε μετά την περίοδο 1999 - 2000. Οι ζημιές στα χαρτοφυλάκια των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών είναι τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ μεγάλες και φθάνουν το ποσοστό του 70 με 80% κατά μέσο όρο. Η συνεισφορά τους μέσω της συμμετοχής τους στην αύξηση μετοχικών κεφαλαίων στην ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος είναι σημαντική χωρίς να έχουν ωφεληθεί ούτε στο ελάχιστο.
Η επιβολή φόρου υπεραξίας υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν άδικη για τους Έλληνες ιδιώτες επενδυτές, γιατί πέρα από τα προαναφερθέντα είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι μεγάλοι Έλληνες επενδυτές και οι ξένοι συνάδελφοί τους θα βρουν τρόπους για να μην επιβαρυνθούν από αυτή την αρνητική οικονομική εξέλιξη.
Τέλος, εξυπακούεται ότι η αντιμετώπιση θεμάτων του χρηματιστηρίου και της κεφαλαιαγοράς δε πρέπει να γίνεται βάσει μονοδιάστατης προσέγγισης και παρουσίας ενός μόνο φορέα».